- φιλοιστρομανής
- φῐλ-οιστρομᾰνής, ές, = sq., Orph.H.14.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιλοιστρομανής — ές, Α αυτός που θέλει να οιστρηλατείται, να διακατέχεται από οίστρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φίλοιστρος + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. ἡδυ μανής] … Dictionary of Greek
φιλοιστρομανές — φιλοιστρομανής masc/fem voc sg φιλοιστρομανής neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-μανής — (Α μανής) β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που ανάγεται σε θ. μαν τού μαίνομαι* (πρβλ. μανία) και χαρακτηρίζει άτομα που κατέχονται από μεγάλη επιθυμία, που επιδιώκουν μανιωδώς ή που τούς αρέσει υπερβολικά κάτι.Σύνθετα σε μανής: ανδρομανής,… … Dictionary of Greek